Οι εκλεγμένοι της Λαϊκής Συσπείρωσης

Σάββατο 16 Μαΐου 2020

Τοπική Διοίκηση σε συνθήκες πανδημίας: Με καταμερισμένο ρόλο στη στήριξη και υλοποίηση της αντιλαϊκής πολιτικής

 Απο το Ριζοσπάστη

Σε όλο το διάστημα της πανδημίας, από την κυβέρνηση προβλήθηκε ο ρόλος της Τοπικής Διοίκησης ως «ιδιαίτερα σημαντικός», και κατά συνέπεια θα στηρίξει τους δήμους ώστε «να αποτελέσουν πυλώνα κοινωνικής συνοχής, αλληλεγγύης και ανάπτυξης».
Το έργο αυτό ο λαός το έχει ξαναδεί. Το ίδιο ακριβώς πλαίσιο, που παρουσιάστηκε και στη φάση της 10χρονης καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, ανέδειξε τους δήμους σε μοχλό προώθησης των ευκαιριακών δομών για τα πιο εξαθλιωμένα θύματα της κρίσης, αντικαθιστώντας μόνιμες δομές κοινωνικών υπηρεσιών, αποδεσμεύοντας το κράτος από την ευθύνη οργάνωσης και χρηματοδότησής τους, με την προώθηση της ανταπόδοσης και την επιβάρυνση των λαϊκών νοικοκυριών, τις κάθε μορφής ιδιωτικοποιήσεις, την ανατροπή εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων.
Αν κάτι ξεχώρισε όλο το προηγούμενο διάστημα, είναι ο ιδιαίτερος συντονισμός υπουργείου Εσωτερικών - δήμων, με την ηγεσία της ΚΕΔΕ σε ρόλο συντονιστή ώστε να συνταχτούν όλοι οι δήμοι στο σχεδιασμό της κυβέρνησης. Η κυβέρνηση της ΝΔ αξιοποίησε προπάντων τη συντριπτική πλειοψηφία που διαθέτει σε δήμους και Περιφέρειες, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στον εθελοντισμό και στην προβολή της λεγόμενης «εταιρικής κοινωνικής ευθύνης».
Με σημαία την «εθνική υπευθυνότητα», στήριξαν το αφήγημα της περιόδου, που συνεχίζεται τώρα με την κρίση, «να μοιραστούν τα βάρη σε όλους». Το συγκεκριμένο μάλιστα δουλεύεται έντεχνα από τα διευρυμένα όργανα της Τοπικής Διοίκησης και τους εκλεγμένους της κυβέρνησης, ειδικά στους δήμους όπου έχουν μια πιο άμεση σχέση με ευρύτερα λαϊκά - εργατικά στρώματα, τα οποία ήδη δοκιμάζονται από την «επόμενη μέρα» της οικονομικής κρίσης.
Την ίδια στιγμή, ΚΕΔΕ, ΕΝΠΕ, οι δήμαρχοι της ΝΔ, απέφυγαν «όπως ο διάολος το λιβάνι» να κάνουν την παραμικρή νύξη στα προβλήματα της δημόσιας Υγείας, στη γύμνια των δομών της. Ο πρόεδρος της ΚΕΔΕ, μάλιστα, επιχείρησε να «κλείσει» την όποια συζήτηση με την προκλητική άποψη ότι το ζήτημα της Υγείας «δεν είναι στην ευθύνη μας». Κι αυτό όταν η ηγεσία της ΚΕΔΕ όλο το προηγούμενο διάστημα πρόβαλλε ως κύριο αίτημα το πέρασμα των δομών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας στους δήμους!
Το ίδιο διάστημα, οι περιφερειακές αρχές στο σύνολό τους διέθεσαν κονδύλια του ΕΣΠΑ για την αγορά υγειονομικού υλικού (αναπνευστήρες, κρεβάτια ΜΕΘ, μάσκες κ.λπ.), δημιούργησαν υποστηρικτικές δομές όπως τηλεϊατρικής και ψυχολογικής βοήθειας, μαζί με Ιατρικούς Συλλόγους και πανεπιστήμια, με στόχο να «μπαλώσουν» κραυγαλέες ελλείψεις που αποκαλύφθηκαν ακόμα περισσότερο στο σύστημα Υγείας και επιπλέον να σιγοντάρουν το ψευδεπίγραφο αφήγημα της «εθνικής υπευθυνότητας και ομοψυχίας».
Σήμερα, στο όνομα του «να ανοίξει γρήγορα η οικονομία» και να προσελκυστούν τουρίστες, οι εκπρόσωποι των αστικών κομμάτων στην περιφερειακή και τοπική διοίκηση φτάνουν στο σημείο να διαφημίζουν επιθετικά την «αρτιότητα» (!) του συστήματος Υγείας και των δομών του σε τουριστικές περιοχές. Την ίδια ώρα, τα σωματεία των εργαζόμενων στα νοσοκομεία αυτών των περιοχών συνεχίζουν με τους ίδιους και χειρότερους όρους να δίνουν τη μάχη για την υγεία του λαού, καταγγέλλοντας τις μεγάλες ελλείψεις και διεκδικώντας λύσεις σε οξυμένα προβλήματα.

Κρίσιμης σημασίας η παρέμβαση των σωματείων για την προστασία των εργαζομένων

Στην πρώτη περίοδο της πανδημίας καταγράφηκε μεγάλη αδράνεια, μέχρι και αδιαφορία από πολλές διοικήσεις δήμων στο να πάρουν τα αναγκαία μέτρα προστασίας των εργαζομένων, να αποσυμφορηθούν εργασιακοί χώροι, να δοθούν άδειες σε εργαζόμενους που χρειάζονταν ειδική προστασία.
Η παρέμβαση των σωματείων είναι αυτή που κυριολεκτικά έδρασε καταλυτικά ώστε να παρθούν συγκεκριμένα μέτρα πρόληψης και προστασίας στους χώρους δουλειάς για τους εργαζόμενους των δήμων. Παρέμβασεις στην ίδια κατεύθυνση έκαναν και οι εκλεγμένοι της «Λαϊκής Συσπείρωσης».
Τι γίνεται όμως την επόμενη μέρα;
Από την κυβέρνηση, τον ΣΥΡΙΖΑ και τους δημάρχους που στηρίζονται από αστικά κόμματα, προβάλλεται σε αυτήν τη φάση «η δουλειά της αυτοδιοίκησης α' βαθμού και των ανθρώπων της», «τα ψηφιακά άλματα στη λειτουργία της αυτοδιοίκησης και του κράτους υπέρ των πολιτών, που πρέπει να συνεχιστούν». Χτυπούν φιλικά στην πλάτη τούς εργαζόμενους, πολλαπλασιάζονται οι φωνές για «τον κοινωνικό χαρακτήρα της αυτοδιοίκησης και του κράτους», «τον δημόσιο χαρακτήρα της καθαριότητας». Και, βέβαια, όλα τα αστικά κόμματα ομνύουν στον σημαντικό ρόλο της δομής «Βοήθεια στο Σπίτι», που όμως θα παραμείνει γυμνή από προσωπικό.
Σειρά δημοτικών αρχών αποφεύγουν να βάλουν σε εφαρμογή την ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών, όπως η καθαριότητα, παρά το γεγονός ότι τους δόθηκε τέτοια δυνατότητα από την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου. Ο ΣΥΡΙΖΑ από τη μία αντιτάσσεται δήθεν στις ιδιωτικοποιήσεις και από την άλλη, ένα από τα πρώτα στελέχη του στην Τοπική Διοίκηση, ο δήμαρχος Βύρωνα, βάζει μπροστά τις ιδιωτικοποιήσεις στην καθαριότητα.

Στην τωρινή φάση, πιο διακριτά κάνουν την εμφάνισή τους οι σοσιαλδημοκρατικές διαχειριστικές αντιλήψεις για τον «κοινωνικό χαρακτήρα της τοπικής αυτοδιοίκησης», κάτι που εκδηλώνεται στα όργανα των δήμων και στο συνδικαλιστικό κίνημα του χώρου (ΠΟΕ ΟΤΑ). Πολιτικές που επιδιώκουν να συσκοτίσουν τον ταξικό χαρακτήρα της Τοπικής Διοίκησης ως αναπόσπαστου μέρους του αστικού κράτους, το ρόλο της ως θεσμού ενσωμάτωσης, που αυτόν ακριβώς αξιοποιούν στο σύνολό τους οι αστικές δυνάμεις, ανάλογα με τη φάση και τις ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι αυτό το κλίμα εντοπίζεται εκεί που τα σωματεία και οι ταξικές δυνάμεις, σε εργαζόμενους και Δημοτικά Συμβούλια, μπήκαν μπροστά, συγκρούστηκαν, απαίτησαν έγκαιρα μέτρα προστασίας, παρεμπόδισαν προσπάθειες δημοτικών αρχών να επιβάλουν ανατροπές σε εργασιακά δικαιώματα, λειτουργία υπηρεσιών. Και, από αυτήν την άποψη, η παρέμβαση σωματείων με πλαίσια διεκδίκησης, χωρίς να εγκλωβίζει τον αγώνα σε διαχειριστικές λογικές και συντεχνιακά αιτήματα, αλλά με αιτήματα πάλης που βγάζουν μπροστά τον λαϊκό παράγοντα και τις σύγχρονες διεκδικήσεις του, ήταν πολύ σημαντική.

Επείγουσα ανάγκη η άμεση και γενναία χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό

Ενα από τα ζητήματα που ξεχωρίζουν στις συγκεκριμένες συνθήκες είναι αυτό της άμεσης χρηματοδότησης των δήμων από το κράτος. Αναγκάζει μάλιστα την πλειοψηφία της ΚΕΔΕ να το προβάλλει, έστω και προσχηματικά, αφού κατά τ' άλλα στηρίζει την πολιτική και τις ρυθμίσεις που φέρνουν το αρμόδιο υπουργείο και η κυβέρνηση μέσα από τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου.
Το διαχρονικό έλλειμμα κρατικής χρηματοδότησης αναμένεται να ενταθεί, μιας και οι δήμοι θα εμφανίσουν απώλειες από τη μη είσπραξη ανταποδοτικών τελών από καταστήματα, επιχειρήσεις που έκλεισαν, από ανταποδοτικές δομές που λειτουργούσαν οι ίδιοι οι δήμοι, από τα εργατικά - λαϊκά νοικοκυριά που αδυνατούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς ρεύματος. Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι οι δήμοι χρηματοδοτούνται για το 2020 με μόλις 2,037 δισ. ευρώ, όταν μόνο η μισθοδοσία του προσωπικού τους υπολογίζεται σε περίπου 1,8 δισ. ευρώ!
Μάλιστα, σε πρόσφατη τηλεδιάσκεψη με δημάρχους, o αρμόδιος υπουργός Γ. Θεοδωρικάκος παραδέχτηκε ότι «αρχίζουν και εμφανίζονται πλέον μια σειρά από προβλήματα τα οποία πρέπει να αντιμετωπίσουμε».
Ωστόσο, αναδεικνύει το πρόβλημα ως «πρόβλημα ρευστότητας» και με επιμέρους ρυθμίσεις το «σπρώχνει» στο μέλλον. Είναι βέβαιο ότι το κενό της χρηματοδότησης των δήμων αργά ή γρήγορα θα αξιοποιηθεί σε βάρος των εργατικών - λαϊκών αναγκών και δικαιωμάτων, για την πρόσδεσή τους στις επιχειρηματικές επιδιώξεις, για την ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών, για την αύξηση φόρων και τελών, για χτύπημα εργασιακών δικαιωμάτων.
Η άμεση και γενναία ενίσχυση των δήμων από το κράτος προβάλλει ως επείγουσα ανάγκη για την κάλυψη του συνόλου των αναγκών που προκύπτουν και οι οποίες όπως όλα δείχνουν θα ενταθούν, ειδικά σε φτωχούς ορεινούς και νησιωτικούς δήμους. Η καθαριότητα στους δήμους είναι από τα κρίσιμα μεγέθη προστασίας της δημόσιας υγείας και εν μέσω πανδημίας αναδείχθηκε σε καθολική ανάγκη, που πρέπει να διασφαλίζονται η οργάνωση και η χρηματοδότησή της από το κράτος.

Ξανά στην πρώτη γραμμή της οργάνωσης της πάλης οι κομμουνιστές

Η οργάνωση της πάλης για την κατάργηση όλων των διατάξεων που επιτρέπουν την ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών (καθαριότητα, ηλεκτροφωτισμός κ.ά.), ο αγώνας για τη μη αντικατάσταση των όποιων κοινωνικών δομών από δομές της λεγομένης «κοινωνικής οικονομίας», για την πρόσληψη όλου του αναγκαίου μόνιμου προσωπικού αλλά και για χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό, είναι ζήτημα πρώτης γραμμής.
Δεν είναι δυνατόν να επιβαρυνθούν και πάλι τα εργατικά - λαϊκά νοικοκυριά και να συναρτώνται το επίπεδο και η αποτελεσματικότητα τέτοιων υπηρεσιών με την τσέπη των εργαζομένων ή με το αν θα έχουν ικανοποιητικό περιθώριο κέρδους οι εργολάβοι, που καταφτάνουν και στους δήμους με κάθε ευκαιρία.
Είναι ανάγκη να σταματήσει ο ασφυκτικός έλεγχος του Οικονομικού Παρατηρητηρίου για τον ισοσκελισμό εσόδων - εξόδων των δήμων και να καλυφθούν από το κράτος οι οφειλές των δήμων. Να μειωθεί το ενεργειακό κόστος με τιμολόγιο, όπως ισχύει για τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις, να μειωθεί ο ΦΠΑ για ΔΕΥΑ, σχολεία, προνοιακές και αθλητικές δομές.
Να υπάρξουν γενναία χρηματοδότηση και πρόσληψη όλου του αναγκαίου προσωπικού για το «Βοήθεια στο Σπίτι», μονιμοποίηση των συμβασιούχων σε παιδικούς σταθμούς, ΚΔΑΠ, καθαριότητα σχολείων κ.λπ. Να παρθούν μέτρα για ελάφρυνση από τέλη και φόρους για ανέργους, λαϊκά νοικοκυριά, μικροεπαγγελματίες.
Οι κομμουνιστές δημοτικοί και περιφερειακοί σύμβουλοι θα βρεθούν και πάλι κοντά στους εργαζόμενους της Τοπικής Διοίκησης, στις λαϊκές αγωνίες σε πόλεις και χωριά, σε όσους εργάζονται σε όλες τις δομές, στους γονείς, στους καθηγητές και τους μαθητές που θα ξαναπάνε στα σχολεία τους, στους μικρομεσαίους που θα ξανανοίξουν τα μαγαζιά τους, στους φτωχούς αγρότες και τα προβλήματά τους.
Θα βρεθούν στους αγώνες που πρωτοστατούν οι ταξικές δυνάμεις, για την οργάνωση της πάλης, για να σπάσει ο φόβος και το κλίμα της συναίνεσης, να βρουν αποκούμπι και αγωνιστική διέξοδο οι εργαζόμενοι μέσα στην κρίση.