Από το ogdoo.gr
Γράφει ο Δημήτρης Φεργάδης
Την Πέμπτη, 19 του Σεπτέμβρη το βράδυ, «βρέθηκα» στο
Φεστιβάλ της ΚΝΕ. Στο Πάρκο Τρίτση. Μην βιάζεστε … Πρόθεσή μου δεν είναι να
μιλήσω για το πόσο άρτια οργανωμένη, για άλλη μια χρονιά, είναι αυτή η γιορτή.
Που συνδυάζει (αλήθεια είναι) αρμονικά τον πολιτικό λόγο και προβληματισμό με
πολιτισμικές εκδηλώσεις υψηλού – πάντα - ποιοτικού επιπέδου.
Εξ άλλου δεν με χρειάζεται καθόλου, σαν συνήγορο...Το
φεστιβάλ.
Ο λόγος που θέλησα να γράψω τόσο αυθόρμητα και άμεσα* γι’
αυτή μου την επίσκεψη στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ είναι η συναυλία «Στ’ όνομά σου
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα...». Μελοποιημένα, από Έλληνες συνθέτες ποιήματα του
Λόρκα, σε ενορχήστρωση Γιάννη Παπαζαχαράκη και με ερμηνευτές τον Μανώλη Μητσιά
και την Ρίτα Αντωνοπούλου. Στην αφήγηση ο Γιάννης Στάνκογλου.
Μαγεία. Ένας Μανώλης Μητσιάς, στην πιο ώριμη και εκφραστική
του περίοδο. Δεν ξέρω αν είναι ο Μανώλης από τα παλιά, δεν ξέρω αν είναι ο
Μανώλης από το μέλλον. Σίγουρα, όμως πριν… από λίγο ο Μανώλης, ήταν το μαγικό
παρόν. Ο μοναδικός. Που δημιουργεί άμεσα αυτό το ξεχωριστά αισθαντικό κλίμα,
χρώμα και άρωμα Λόρκα. Που πάει κι έρχεται ανάμεσα στον Ιεροφάντη και τους
μύστες ασύνειδα. Σαν ανεμολύπη, από την κόκκινη – απ’ το αίμα του Φεντερίκο –
κοιλάδα του Βιθνάρ. Εγώ αυτό το λέω «ντουέντε». Και νομίζω πως είναι γιατί
διαφορετικά δεν θα ήταν όλα «έτσι». Εκεί. Και ούτε όλοι θα βλέπαμε σε έκσταση
να «λούζεται η αγάπη μας στο Γουαδαλκιβίρ».
Μαζί του ό,τι καλύτερο, ό,τι πιο ατίθασο και ευγενές, ό,τι
πιο εκφραστικό από την νέα γενιά των νέων ερμηνευτών/τριων. Η Ρίτα
Αντωνοπούλου. Της πάει ο Λόρκα. Εκφράζει τόσο παθιασμένα (ζει) τα πάθη, τους
έρωτες, τις απώλειες, τις τρυφερές στιγμές, αλλά και τις κοινωνικές ευαισθησίες
του Λόρκα – «που δίνει και που παίρνει» - που αυθόρμητα ομολογείς αφού υπάρχει
η Ρίτα (ήδη ο κόσμος την ξέρει με το μικρό της όνομα) δεν χάθηκαν τα πάντα από
την διακριτική αποχώρηση της παλιάς - «γενναίας» – γενιάς. Ιέρεια. Όταν
–Σίβυλλα- μας λέει:
«Φεύγω για το Σαντιάγκο
κι όποιον θέλει ας πάρει ο χάρος».
Και «δένει» τόσο με τον Μανώλη.
Και ο Γιάννης … ο Γιάννης ο Στάνκογλου. Αχρησιμοποίητο,
ζεστό, αγαπητικό μέταλλο. Η καθαρότητα, η ευαισθησία μαζί με την δωρικότητα
εκφοράς του στρογγυλού του λόγου, θύμιζαν παλιούς δυνατούς, πολύ δυνατούς,
«αναγνώστες». Χωρίς να χάνει, ο Γιάννης τίποτα, μα τίποτα, από το ξεχωριστό –
σίγουρα – προσωπικό του ύφος. Εύμολπος.
«A la cinque de la sera…» - «Πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει»…
Φύγαμε, δεν ξέρω πως και γιατί. Αλλά φύγαμε… άλλοι πολίτες,
τώρα: ΠΟΛΙΤΕΣ. Και θα είναι άδικο πολύ, το ομολογώ, να είμαστε οι τυχεροί που
απολαύσαμε αυτή την «θεία παράσταση», μόνο εμείς οι επισκέπτες του Φεστιβάλ της
ΚΝΕ. Θρηνώντας – με το Μανώλη κορυφαίο του χορού- το φονικό «της όμορφης
Μαριάννα Πινέδα». Από τους φασίστες. Στη Γρανάδα. Τη γεμάτη θλίψη Γρανάδα.
Είναι πολιτισμικό αγαθό αυτή η «παράσταση» και οφείλεται …
Από τον Μανώλη. Τη Ρίτα και το Γιάννη. Το Φεδερίκο.
* Το κείμενο γράφτηκε απνευστί… Μεσάνυχτα που επέστρεψα
σπίτι. Συχώριο για συντακτικά και τέτοια λάθη.